Η ιστορία που κρύβεται πίσω από το “Μαμά Γερνάω” της Τάνιας Τσανακλίδου συγκινεί και τον πιο σκληρό.

Τάνια Τσανακλίδου

Η ίδια η Τάνια την είχε αποκαλύψει λέγοντας:

“Είχαμε γνωριστεί με τα παιδιά και όλο λέγαμε να κάνουμε κάτι μαζί, αλλά δεν καθόταν. Εν τω μεταξύ πεθαίνει η μητέρα μου. Νοέμβρης του ’86. Είμαι στα χάλια μου εγώ, δεν θέλω να βγαίνω, να τρώω, περνάω δύσκολα.

Ένα βράδυ, αρχές του άλλου χρόνου, με τραβάνε τα παιδιά να πάω στην παράσταση τους, να βγω λιγάκι, και όντως πάω στη «Λεωφόρο Α», όπου τραγουδούσαν η Άλκηστις και η Ελευθερία. Είμαι όμως χάλια. Απαρηγόρητη. Μου λένε πάλι να κάνουμε κάτι μαζί και τους απαντώ, «παιδιά, ούτε δίσκο θέλω, ούτε τίποτα. Το μόνο που θα είχε τώρα νόημα για μένα θα ήταν ένα τραγούδι που θα έλεγα στη μάνα μου ό,τι δεν πρόλαβα να της πω».

Περνάνε λίγες ημέρες και ένα βράδυ, που παίζουμε χαρτιά με το Σταμάτη, καταλαβαίνω ότι το πάει από ‘δω, το πάει από ‘κει, κάτι θέλει να μου πει.

Στο τέλος δεν αντέχει και μου το ξεφουρνίζει:«Σου ‘χει γράψει ένα η Λίνα που δεν θα το πιστεύεις».

Έτσι όπως είμαστε, παρατάμε τα χαρτιά, τα παρατάμε όλα και δίνουμε ραντεβού με τη Λίνα. Αυτό το τραγούδι, όντως δεν μπορούσα να το προβάρω όπως τα άλλα που έγιναν για τον δίσκο. Δεν το άντεχα. Έτοιμος ήταν ο υπόλοιπος, αλλά αυτό δεν μπορούσα…Πρώτη φορά λοιπόν μπαίνουμε και οι τρεις στο στούντιο να ψάξουμε τόνο και αρχίζω… Κάποια στιγμή ψάχνω να τους βρω και είχαν εξαφανιστεί όλοι. Ο Σταμάτης, ο ηχολήπτης, όλοι. Μόνο η Λίνα έκανε ότι διάβαζε εφημερίδα. Όλοι μέσα στο στούντιο έκλαιγαν. Τελικά αυτή την πρώτη «πρόβα» την κρατήσαμε και στον δίσκο, είναι το «Υστερόγραφο»”.

Μουσική υπογράφει ο Σταμάτης Κραουνάκης ενώ στίχους η Λίνα Νικολακοπούλου. Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στον ομώνυμο δίσκο της Τάνιας Τσανακλίδου που κυκλοφόρησε το 1988.

Μαμά Γερνάω – Τάνια Τσανακλίδου (Στίχοι)

“Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ’ τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω.

Και σκέφτομαι που πίνω κόκα κόλα
για να `ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου,
το “έλα” και το “αντίο” σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.

Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα
να ξέρεις πως σου τα `χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα,
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.

Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο
πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.”

Σχόλια